πεντόροβος

πεντόροβος
και πεντώροβος, ὁ, ἡ πεντόροβον, τὸ, Α
1. το φυτό γλυκυσίδη
2. αρχιτεκτονικό κόσμημα με σχήμα γλυκυσίδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- (βλ. πεντα-) + ὄροβος «είδος οσπρίου». Ο τ. πεντώροβος με έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πεντορόβου — πεντόροβος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντόροβον — πεντόροβος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντώροβος — ὁ, Α βλ. πεντόροβος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”